Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

υψώνω τη σημαία 2) (

  • 1 σημαία

    η прям., перен. знамя, флаг;

    υψώνω (υποστέλλω) τη σημαία — поднимать (спускать) флаг;

    . υψώνω τη σημαία της πάλης — поднимать знамя борьбы;

    υψώνω τη σημαία της ανταρσίας — поднимать бунт, мятеж;

    καλούμαι υπό τάς σημαίας — быть призванным под знамёна, быть мобилизованным;

    υπηρετώ υπό τάς σημαίας — быть солдатом;

    τάσσομαι υπό την σημαίαν κόμματος — примыкать к партии; — вступать в ряды партии;

    κάτω από τη σημαία ( — или υπό την σημαίαν) τού σοσιαλισμού — под знаменем социализма

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σημαία

  • 2 υψώνω

    [-ώ (ο)] μετ.
    1) прям., перен. поднять;

    υψώνω τη σημαία της επανάστασης — поднимать знамя революции;

    υψώνω τούς ώμους — пожимать плечами;

    2) возводить, строить;

    υψώνω τοίχο — возводить стену;

    3) перен. поднимать, повышать, увеличивать;
    4), повышать (голос);

    υψώνω την φωνή — повышать голос;

    υψώνω φωνή — поднимать голос протеста, протестовать;

    υψώνω τίς τιμές — взвинчивать цены;

    5) воспевать, возвеличивать, превозносить;
    6) мат. возводить;

    § υψώνω τα χέρια — а) поднимать руки, сдаваться; — б) перен. оказываться в безвыходном положении;

    υψώνω τό ανάστημα μου — а) вставать во весь рост; — б) перен. поднимать голову; — в) зазнаваться;

    υψώνομαι [-οβμαι]

    1) — подниматься, повышаться; — увеличиваться;

    υψώνονται οι τιμές — цены растут;

    2) возвышаться, выситься;

    § οποίος πολύ υψώνεται, γρήγορα ταπεινώνεται — погов, чем выше летаешь, тем больнее падать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υψώνω

См. также в других словарях:

  • υψώνω — ὑψῶ, όω, ΝΜΑ [ύψος] 1. σηκώνω ψηλά, εγείρω, ανεβάζω 2. μτφ. εξαίρω, εξυμνώ, επαινώ («ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «υψώνω φωνή» διαμαρτύρομαι έντονα β) «υψώνω την φωνή» μιλώ πιο δυνατά γ) «υψώνω την σημαία τής… …   Dictionary of Greek

  • σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… …   Dictionary of Greek

  • σημαιοστολίζω — Ν 1. αναρτώ σημαίες σε χώρο ή σε κτήριο για τον εορτασμό χαρμόσυνου γεγονότος 2. ναυτ. υψώνω τον μικρό ή τον μεγάλο σημαιοστολισμό 3. μτφ. στολίζω, διακοσμώ 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σημαιοστολισμένος, η, ο α) στολισμένος με σημαίες β) ειρων.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»